- εὐπάλαιστρος
- εὐπάλαιστρος [πᾰ], ον,A skilful in contest, metaph., τὸ κατὰ τὰς εἰρωνείας εὐ. Longin.34.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευπάλαιστρος — εὐπάλαιστρος, ον (Α) 1. αυτός που είναι έμπειρος, επιτήδειος στην παλαίστρα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐπάλαιστρον η επιδεξιότητα, η ικανότητα στη συζήτηση («τὸ κατὰ τὰς εἰρωνείας εὐπάλαιστρον», Λογγίν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παλαίστρα] … Dictionary of Greek
εὐπάλαιστρον — εὐπάλαιστρος skilful in contest masc/fem acc sg εὐπάλαιστρος skilful in contest neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)